- ἀπριγδόπληκτος
- ἀπριγδόπληκτος,A on, struck unceasingly, prob. 1. for ἄπριγκτοι πληκτά in A.Ch.425 (lyr., Blomfield).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απριγδόπληκτος — ἀπριγδόπληκτος, ον (Α) [άπριγδα] αυτός που τον κτυπούν αδιάκοπα … Dictionary of Greek